- βελονοειδής
- -έςόρος που αναφέρεται στα στενά και σκληρά φύλλα που μοιάζουν με βελόνα όπως είναι π.χ. τα φύλλα του πεύκου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βελονοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, όμοιος με βελόνα: Τα φύλλα πολλών κωνοφόρων είναι βελονοειδή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βελονοειδῆ — βελονοειδής needle shaped neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βελονοειδής needle shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) βελονοειδής needle shaped masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελονοειδεῖς — βελονοειδής needle shaped masc/fem acc pl βελονοειδής needle shaped masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελονοειδοῦς — βελονοειδής needle shaped masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελονοειδῶν — βελονοειδής needle shaped masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
άγανο — το 1. η βελονοειδής απόφυση τού σταχιού τών αγρωστοειδών (σταριού, βρόμης κ.λπ.), ο αθέρας, κν. μουστάκια 2. λεπτό κόκκαλο ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ἄκανος (= ακανθώδης κεφαλή μερικών καρπών και είδος αγκαθιού)] … Dictionary of Greek
βελονωτός — ή, ό 1. αυτός που μοιάζει με βελόνα, μυτερός 2. φρ. «βελονωτά...» ή «βελονάτα όπλα» όπλα στα οποία βελονοειδής προεξοχή χτυπάει το καψούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βελόνα. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικό Ονοματολόγιο, των Λ. Παλάσκα, Α. Κουμελά… … Dictionary of Greek
βελόνα — Μικρό νησί του νοτιοδυτικού Αιγαίου. Βρίσκεται ανάμεσα στη Λέρο και στην Κάλυμνο. * * * η (AM βελόνη) 1. λεπτό μετάλλινο όργανο ραφής με αιχμηρή άκρη και τρύπα στο πλατύτερο μέρος του για να περνάει η κλωστή 2. η λεπτή αιχμή οποιουδήποτε… … Dictionary of Greek
μικρόλιθος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 60 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τιρνάβου του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται σχεδόν στο μέσον του νομού, Β της Λάρισας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμπελώνος. * * * ο 1. (κρυσταλλ.) μικροσκοπικός βελονοειδής ή ραβδόμορφος… … Dictionary of Greek